- καπρυλικό οξύ
- Κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ, του τύπου CH3(CH2)6COOH, το οποίο έχει αντιμυκητιακές ιδιότητες. Είναι σε συνηθισμένη θερμοκρασία άχρωμο, ελαιώδες υγρό, με δυσάρεστη οσμή, έχει σημείο βρασμού 237°C, σημείο τήξης 16,5°C και είναι πολύ δυσδιάλυτο στο νερό. Παράγεται από τον οργανισμό σε μικρές ποσότητες· συνήθως απομονώνεται με τη μορφή τριγλυκεριδίου από τα φυτικά λίπη, όπως είναι το φοινικοπυρηνέλαιο και το λάδι της καρύδας, ενώ συναντάται με τη μορφή αιθυλικού και ισαμυλικού εστέρα σε διάφορα ζυμέλαια. Παρασκευάζεται συνθετικά με ξηρή απόσταξη του ελαϊκού οξέος, με οξείδωση της οκτυλικής αλκοόλης και με σαπωνοποίηση του κοκολίπους. Οι εστέρες του σχηματίζονται εύκολα, αν θερμανθεί με τις αντίστοιχες αλκοόλες και θειικό οξύ ή με κορεσμό των αλκοολικών διαλυμάτων με αέριο υδροχλώριο. Οι σπουδαιότεροι εστέρες του είναι ο μεθυλικός εστέρας, υγρό άχρωμο, με αρωματική οσμή και σημείο βρασμού 193°C, και ο αιθυλικός εστέρας, άχρωμο ευκίνητο υγρό, με οσμή ανανά, σημείο βρασμού 206°C, που χρησιμοποιείται στην παρασκευή τεχνητών αρωμάτων φρούτων. καπρυλική αλδεΰδη. Κεκορεσμένη μονοσθενής αλδεΰδη, του τύπου C8H16O. Είναι υγρό σώμα, με σημείο βρασμού 171°C και βρίσκεται στο αιθέριο έλαιο των λεμονιών. Λέγεται και οκτανάλη. καπρυλική αλκοόλη. Δευτερογενής οκτυλική αλκοόλη (οκτανόλη-2), του τύπου CH3CH(OH)(CH)5CH3 που περιέχει ασύμμετρο άτομο άνθρακα. Είναι άχρωμο ελαιώδες υγρό, με αρωματική οσμή, αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό στην αλκοόλη, τη μεθυλική αλκοόλη, τον αιθέρα και το οξικό οξύ και έχει σημείο βρασμού 179°C. Λαμβάνεται από την απόσταξη του καστορέλαιου με καυστικό αλκάλιο σε σκόνη. Έχει εξαιρετικά αντισηπτικές ιδιότητες και γι’ αυτό χρησιμοποιείται αναμεμειγμένη με διαλύματα σαπώνων ή στερεών σαπώνων ως απολυμαντικό και για την καταπολέμηση μυκήτων και εντόμων. Η καπρυλική αλκοόλη δεν έχει παρατηρηθεί στη φύση.
Dictionary of Greek. 2013.